- θαρσητικος
- θαρσητικόςновоатт. θαρρητικός 3смелый, отважный Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θαρσητικός — θαρσητικός, νεώτ. αττ. τ. θαρρητικός, ή, όν (Α) [θάρσος] πολύ θαρραλέος, γεμάτος θάρρος … Dictionary of Greek
θαρρητικός — θαρρητικός, ή, όν (Α) νεώτ. αττ. τ. τού θαρσητικός* … Dictionary of Greek